σκάφανδρο

σκάφανδρο
Βλ. λ. δύτης.
* * *
το, Ν
1. τεχνολ. βαριά συσκευή ατομικής κατάδυσης συνδεόμενη με την επιφάνεια με λώρο διά μέσου τού οποίου χορηγείται ο απαιτούμενος για την αναπνοή τού δύτη αέρας
2. φρ. α) «αυτόνομο σκάφανδρο»
τεχνολ. φορητή αναπνευστική συσκευή που χρησιμοποιείται σε ταχείες υποβρύχιες εργασίες ή σε επιχειρήσεις στρατιωτικού χαρακτήρα
β) «κλασικό σκάφανδρο»
τεχνολ. i) ολόσωμο αδιάβροχο ένδυμα που καταλήγει στους καρπούς σε στεγανούς αρμούς έτσι ώστε να αφήνει τα χέρια ελεύθερα και που φέρει μεταλλικό προστήθιο επιοτεφόμενο από ευρύ περιαυχένιο στο οποίο βιδώνεται σφαιρική μεταλλική περικεφαλαία με παχύ υαλόφρακτο παράθυρο μέσα στην οποία και διοχετεύεται από την επιφάνεια, με εύκαμπτο σωλήνα, ο αναγκαίος για την αναπνοή τού δύτη αέρας
ii) παρόμοια αλλά άκαμπτη αρθρωτή συσκευή που χρησιμοποιείται για βάθη μεγαλύτερα τών 60 μέτρων και χάρη στην οποία ο δύτης δεν υπόκειται σε υδροστατική πίεση
γ) «διαστημικό σκάφανδρο»
τεχνολ. ειδικός τύπος σκαφάνδρου που φέρουν οι αστροναύτες είτε στο εσωτερικό τού σκάφους κατά τις ευαίσθητες φάσεις τών διαστημικών πτήσεων είτε κατά την έξοδό τους στο διάστημα για εκτέλεση πειραμάτων ή διαφόρων εργασιών και επισκευών
δ) «σκάφανδρο εξωοχηματικής δραστηριότητας»
τεχνολ. διαστημικό σκάφανδρο κατάλληλα κατασκευασμένο και εξοπλισμένο ώστε να εξασφαλίζει στον φορέα του απόλυτη σχεδόν αυτονομία για μεγάλη σχετικά χρονική περίοδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. scaphandre (< σκάφη «μικρό πλοίο» + ανήρ, ανδρός). Η λ., στον λόγιο τ. σκάφανδρον, μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σκάφανδρο — το ειδική συσκευή που φορούν οι δύτες: Φόρεσε το σκάφανδρο και βούτηξε στη θάλασσα για σφουγγάρια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δύτης — Άτομο που εφοδιάζεται με κατάλληλες αναπνευστικές συσκευές, ώστε να μπορεί να παραμείνει υποθαλάσσια, με σκοπό να εκτελέσει έρευνες και διάφορων ειδών εργασίες. Ο δ. χρησιμοποιεί συνήθως ένα ένδυμα από αδιάβροχο ύφασμα, το οποίο κλείνει ερμητικά… …   Dictionary of Greek

  • κοράλλι — Αποικιακό κνιδόζωο της ομοταξίας των ανθοζώων. Υπάρχουν περισσότερα από 200 είδη κ., τα οποία ταξινομούνται σε δύο μεγάλες υφομοταξίες, τα σκληρακτίνια και τα οκτωκοράλλια. Στα σκληρακτίνια περιλαμβάνονται τα γνήσια κ., τα οποία εκκρίνουν… …   Dictionary of Greek

  • μηχανοκάικο — το ψαρόβαρκα που φέρει ειδική αντλία μέσω τής οποίας εφοδιάζεται με αέρα το σκάφανδρο τού δύτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + καΐκι] …   Dictionary of Greek

  • βουτηχτής — ο πληθ. άδες και ές, θηλ. βουτήχτρα 1. ο δύτης χωρίς σκάφανδρο: Οι βουτηχτάδες από την Κάλυμνο ήταν περίφημοι. 2. κλέφτης: Ήταν σεσημασμένος βουτηχτής πορτοφολιών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”